- γένοιντο
- γίγνομαιcome into a new state of beingaor opt mid 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γένοινθ' — γένοιντο , γίγνομαι come into a new state of being aor opt mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένοιντ' — γένοιντο , γίγνομαι come into a new state of being aor opt mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… … Dictionary of Greek